Ζωγραφική
Η τέχνη στη Ζάκυνθο αποτέλεσε δύναμη αναζωογονητική και γνήσια έκφραση της τοπικής παράδοσης, αλλά είχε και πολλές περιπέτειες, λόγω των καταστρεπτικών σεισμών. Τα περισσότερα έργα εκκλησιαστικής τέχνης που διασώθηκαν από τον καταστρεπτικό σεισμό και τη φωτιά του 1953, βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Ζακύνθου, ενώ στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων υπάρχουν έργα από δωρεές κυρίως, τόσο εκκλησιαστικής όσο και κοσμικής ζωγραφικής. Οι καινούργιες εκκλησίες ντύθηκαν με όσα έργα διασώθηκαν μέσα από τις στάχτες της χαμένης πολιτείας. Τα έργα αυτά μας δίνουν μια ολοκληρωμένη ιδέα για την πορεία της ζωγραφικής και δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ζάκυνθος πρέπει να θεωρηθεί ανεπιφύλακτα «το καλλιτεχνικό κέντρο της Επτανήσου, όχι μόνο γιατί παρά τις συχνές καταστροφές από τους σεισμούς εξακολουθεί να συγκεντρώνει μέχρι σήμερα τα περισσότερα και χαρακτηριστικότερα έργα της περιόδου του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά ακόμη γιατί αυτή έγινε το κύριο ορμητήριο ιδιαίτερα αξιόλογων ζωγράφων, όπως ο Παναγιώτης και ο Νικόλαος Δοξαράς, ο Νικόλαος Κουτούζης και ο Νικόλαος Καντούνης»[1]. Με αυτούς, η έκφραση των προσώπων παίρνει πιο ρεαλιστικό χαρακτήρα, η κίνηση γίνεται πιο τολμηρή, τα ενδύματα νεωτερίζουν. Οι άκαμπτες και καθιερωμένες κινήσεις σχεδόν εγκαταλείπονται, το στυλ αποκτά χάρη και κομψότητα. Είναι η λεγόμενη «επτανησιακή» σχολή ζωγραφικής, μετεξέλιξη της «κρητοβυζαντινής του 16ου και 17ου αιώνα, που με την επίδραση της ιταλικής τέχνης, μετά τους τόσους αιώνες Ενετοκρατίας, άνοιξε το παράθυρο στη Δύση, η οποία της χάρισε απλόχερα την μεγάλη επίδραση του μανιερισμού, του μπαρόκ και της φλαμανδικής ζωγραφικής στον τρόπο έκφρασης. Εγκαταλείπεται η τεχνική της αυγοτέμπερας και επικρατεί η ελαιογραφία, εισάγονται στοιχεία της κοσμικής τέχνης, αποτυπώνεται η έκφραση έντονων συναισθημάτων, εισάγονται νέοι εικονογραφικοί κύκλοι, ενώ στους ναούς μεγάλοι πίνακες αντικαθιστούν τις τοιχογραφίες. Στην κοσμική ζωγραφική ένα νέο είδος κάνει την εμφάνισή του, η προσωπογραφία, το οποίο συνεχίζει την αυτόνομη πορεία του, υποστηριζόμενο από την νέα τεχνική της ελαιογραφίας πάνω σε μουσαμά.
Η νεότερη γενιά των ζωγράφων, Δημήτριος Πελεκάσης και Χρήστος Ρουσέας, προσπάθησαν με γνώση και ευαισθησία να προχωρήσουν στην καταγραφή και συντήρηση των μνημείων και στην αποτύπωση των σημαντικότερων μορφών της επτανησιακής ιστορίας για να μην ξεχαστούν στο πέρασμα του χρόνου. Οι ζωγράφοι σήμερα, όπως η Ελένη Γούναρη, η Θάλεια Ξενάκη, η Στεφανία Στρούζα, ανοίγουν ένα διάλογο με το παρελθόν και προσπαθούν με τα έργα τους να κατανοήσουν τη νέα έκφανση της επτανησιακής τέχνης, επηρεασμένοι από το χθες και αξιοποιώντας τις στέρεες γνώσεις του σήμερα. Πρωτότυπες ψηφιακές εκθέσεις, όπως η έκθεση «Επτανησιακός Πολιτισμός: από το Χθες στο Σήμερα» (https://past2future.gr/), του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, το τεκμαίρουν.
Αρχιτεκτονική
Η περισσότερο πληγωμένη από τις τέχνες της επιφάνειας του χώρου είναι η Αρχιτεκτονική λόγω των γεωμορφολογικών αλλαγών από τις φυσικές καταστροφές που έλαβαν χώρα στη διαδρομή των αιώνων.
Η παλιά Πολιτεία της Ζακύνθου, είχε όψη ενετικής πόλης με τις πλατείες της, τα καντούνια, τις ρούγες, την πάνου και την κάτου Πλατεία Ρούγα, τη Στράτα Μαρίνα, με τα ψηλά και μεγάλα σπίτια, με τις στοές και τις κολόνες, με τα πεζοδρόμια, με τις τόσες και τόσες εκκλησίες αληθινά μουσεία[1]. Τα μορφολογικά στοιχεία των αρχοντικών και των εκκλησιών έχουν φανερές επιδράσεις από τη ιταλική Αναγέννηση και το Μπαρόκ, σε μικρότερη όμως κλίμακα, προσαρμοσμένα στο περιβάλλον του νησιού και διατηρώντας «την ελληνική αρετή του μέτρου»[2].
Αναφορικά με την αρχιτεκτονική των εκκλησιών της Ζακύνθου, οι περισσότερες, που χρονολογούνται από τα τέλη του 15ου μέχρι και το 19ο αι., ήταν κτισμένες στον τύπο της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Το μοναδικό παράδειγμα ελεύθερου σταυρού με τρούλλο είναι το καθολικό της μονής της Παναγίας της Σκοπιώτισσας (1638). Τα παραδείγματα της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής είναι περιορισμένα. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου τύπου ήταν η εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της Ζακύνθου ήταν το πλήθος των κωδωνοστασίων. Τα ζακυνθινά «καμπαναρία» ανήκουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα απλά, με ψηλό διάτρητο τοίχωμα και τρεις καθ΄ ύψος ζώνες, αποτελούν συνήθως συνέχεια μιας πλευράς του ναού και τα πυργοειδή, που είναι πύργοι τετραγωνικής κάτοψης με κορμό διαρθρωμένο σε ορόφους, όπως της Φανερωμένης, της Πικριδιώτισσας, των Αγίων Πάντων, της Santa Maria delle Grazie. Ο κορμός άλλων εμφανίζεται ως ενιαίο στοιχείο, όπως της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Διονυσίου και της Παναγίας Οδηγήτριας.
Σήμερα ο εκλεκτικισμός έχει επικρατήσει και η νέα πόλη, κτισμένη με αυστηρά αντισεισμικά κριτήρια, ακολουθεί τα αρχιτεκτονικά στυλ που συναντώνται σε όλη την Ελλάδα. Εξαίρεση οι κολόνες, στον κεντρικό εμπορικό δρόμο, την Αλεξάνδρου Ρώμα (προσεισμική Πλατεία Ρούγα).
Μουσική - Χορός
Μια μορφή έκφρασης της ζακυνθινής πολιτιστικής κληρονομιάς βγαλμένη «από την ίδια την ψυχή του ζακυνθινού λαού»[3], είναι η Μουσική. Άλλες μορφές είναι οι χοροί και τα τραγούδια της Ζακύνθου, που αντλούν από τη Βυζαντινή παράδοση, όμως δέχτηκαν έντονες επιδράσεις και από τον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, την Κρήτη και την Ιταλία. Τα μουσικά είδη που δέχτηκαν τη μεγαλύτερη επίδραση είναι η τετράφωνη καντάδα, η δίφωνη σερενάτα, τα αγροτικά τραγούδια, η αρέκια και η εκκλησιαστική μουσική.[4] Η αρέκια, τετράφωνο, ζακυνθινό λαϊκό τραγούδι, αποτελεί αναμφίβολα, μια τοπική αποκλειστικότητα, γνήσιο δημιούργημα και έκφραση της λαϊκής μούσας, καμιά φορά και της λόγιας ποίησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιάννης Τσακασιάνος που με το τόσο αντιπροσωπευτικό για τη Ζάκυνθο «Τση Κυριακής το ξύπνημα», κατάφερε να παντρέψει την επώνυμη ποίηση με την αρέκια.
Μαζί με τη λαϊκή μουσική παράδοση πορεύεται και η εκκλησιαστική μουσική, η οποία καθιερώνεται στον Ιόνιο χώρο σαν Κρητικο–Επτανησιακή και διαμορφώνει τοπικά ένα καθαρά ζακυνθινό ιδιόμελο σύστημα που μοιάζει μεν με το βυζαντινό, από το οποίο κατάγεται, αλλά ψάλλεται με δυτική τετραφωνία. Είναι μια μουσική δεσπόζουσα στις κατανυκτικές στιγμές των Ζακυνθινών, με αποκορύφωση το μεγαλοβδομαδιάτικο μελούργημα: «Ίνα τί εφρύαξαν έθνη...», του μουσικού Ιωάννη Πλανύτερου.
Το κλίμα του ρομαντισμού της Ευρώπης του 19ου αιώνα, βρίσκουν στη Ζάκυνθο την ιδανική τους συνισταμένη στη λατρεία της όπερας. Αν και η αποδοχή της όπερας στη Ζάκυνθο υπήρξε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην αριστοκρατία και στην ανερχόμενη αστική τάξη των Ιονίων, τελικά ο λαός την αφομοίωσε και τη στήριξε με όλες του τις δυνάμεις. Μέσα σε αυτό το γόνιμο κλίμα οι επτανήσιοι συνθέτες, συμμετέχουν πλουσιοπάροχα στη μουσική κοσμογονία του 19ου αιώνα, με κορυφαίο και πιο σημαντικό συνθέτη όπερας, τον Παύλο Καρρέρ.
Στις μέρες μας, παραδοσιακά συγκροτήματα, όπως οι Τραγουδιστάδες τση Ζάκυνθος, διατηρούν ακόμα ζωντανή την παράδοση της μουσικής που άνθησε στο νησί, και με την απόδοση μελοποιημένης ποίησης μεγάλων ποιητών, ζωντανεύουν μοναδικά το λόγο τους. Η σύγχρονη γενιά, μέσα από τις γερές βάσεις που της δίνουν τα Ωδεία του νησιού, διαπρέπει σε όλες της μορφές της μουσικής έκφρασης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι ο τενόρος Διονύσης Σούρμπης και ο μουσικός Πέτρος Κλαμπάνης.
Θέατρο
Η σχέση των Επτανήσων γενικότερα, και της Ζακύνθου ειδικότερα, με το θέατρο είναι ριζωμένη βαθιά μέσα στο χρόνο. Οι διάφοροι μελετητές έχουν δώσει έμφαση στη θεατρική ανάπτυξη και παραγωγή της Επτανήσου κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, συγκρίνοντάς την συχνά με την Κρητική λογοτεχνική άνθηση της ίδιας περιόδου.
Δυστυχώς στα Επτάνησα δεν μας έχουν μείνει πολλά στοιχεία που να αποδεικνύουν αυτή την άνθηση, όπως π.χ. έργα διασωθέντα, με εξαίρεση το «Χάση» του Δημητρίου Γουζέλη και την «Κωμωδία των Ψευτογιατρών» του Σαβόγια Ρούσμελη ή Σουρμελή. Από άλλες πηγές όμως, όπως διάφορες επιστολές μπορούμε να πιστοποιήσουμε την ύπαρξη αξιόλογων θεατρικών έργων.
Επιπλέον είναι γνωστές οι «Ομιλίες», δηλαδή υπαίθριες, ποιητικές και δραματικές λαϊκές απαγγελίες που έκαναν απλοί άνθρωποι του λαού, κυρίως την περίοδο του Καρναβαλιού για ξεφάντωμα των φίλων.[1] Παράλληλα όμως, κατά μίμηση των Βενετών αρχόντων, οι ευγενείς των Επτανήσων οργάνωναν ιδιωτικές παραστάσεις έργων, με την ευκαιρία σημαντικών γεγονότων της ζωής τους, όπως γάμοι. Μάλιστα υπάρχει η μαρτυρία ότι στα επινίκια της ναυμαχίας της Ναυπάκτου το 1571, παίχτηκαν σε αίθουσα του Διοικητηρίου στο Κάστρο, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, σε ιταλική μετάφραση, με ηθοποιούς νέους ευγενείς.[2]
Αυτής της παράδοσης παιδιά είναι ο δημιουργός του πρώτου σημαντικού έργου του Νεοελληνικού δραματολογίου Αντώνιος Μάτεσης, η Ελισάβετ Μουτσάν – Μαρτινέγκου, οι πρώτοι κωμειδυλιογράφοι του νεοελληνικού θεάτρου Σωκράτης Ζερβός, Πίος Μαρτζώκης και Ιωάννης Τσακασιάνος, καθώς και ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου Γρηγόριος Ξενόπουλος, αλλά και ο Διονύσιος Ρώμας. Της ίδιας θεατρικής παράδοσης παιδιά είναι οι τριάντα πρωτοπόροι ηθοποιοί που έδωσε η Ζάκυνθος στο νεοελληνικό θέατρο τον 19ο αιώνα, με γνωστότερο τον Διονύσιο Ταβουλάρη.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι μεταξύ 1750 και 1870, είχαν δημιουργηθεί δέκα θεατρικοί χώροι στη Ζάκυνθο. Το 1750 ανεγέρθη στην Πόλη του Κάστρου το πρώτο θεατρικό κτίριο. Το 1836 ξεκίνησε η ανέγερση του θεατρικού χώρου «Απόλλων» σε σχέδια Camilieri, ενώ το 1872 του φημισμένου θεάτρου «Φώσκολος» σε σχέδια Ερνέστου Τσίλλερ.
Η σημερινή θεατρική παραγωγή είναι εντονότατη, με θεατρικά σχήματα που διαπρέπουν στο ανέβασμα θεατρικών έργων ντόπιου και διεθνούς ρεπερτορίου και πολιτιστικούς συλλόγους, που συνεχίζουν να παρουσιάζουν «ομιλίες», στα πλατώματα των εκκλησιών τις μεγάλες γιορτές, στην πόλη (Φανερωμένη, Πλατεία Αγίου Μάρκου, Πλατεία Αγίου Λουκά) και στα χωριά Γαϊτάνι, Άγιο Δημήτρη, Άνω Γερακαρίο, Καταστάρι και αλλού. Σύγχρονοι δημιουργοί ασχολούνται με τη συγγραφή ομιλιών (Διονύσης Γιατράς, Στάθης Πίσκοπος, Αντώνης Μουζάκης – Σκάρπας και πολλοί άλλοι).
Αξιομνημόνευτες η «Ανέμη» (Μαρία – Λουίζα Παπαδοπούλου), το Ιόνιο Θέατρο (Θοδωρής Καμπίτσης), η Αυλαία Τέχνης (Μπάμπης Σούλης), η Θεατρική Ομάδα Action Theater Team (Κατερίνα Ζουπάνου) και το Θέατρο τση Ζάκυνθος (Κώστας Καποδίστριας), στο Κηποθέατρο «Αυριακός». Επίσης η Ομάδα Τέχνης ΖυμΩση (Κωνσταντής Μουζάκης), ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Ερωτόκριτος» του χωριού Σκουλικάδο, η Ομάδα λαϊκού θεάτρου Λιθακιάς «Κώστας Σκαντάλης», και η Θεατρική Σκηνή Ζακύνθου του χωριού Σαρακινάδου, που δημιούργησε το ομώνυμο Θέατρο. Συμμετέχοντες στις ομιλίες, που άφησαν ιστορία ο Μαρίνος Ζήβας και ο Τάσης Μουζάκης, και πολλοί άλλοι, ενώ η «Χρυσομαλλούσα», του Τώνη Λυκουρέση, το 1978, θησαυρίζει μοναδικά το λαϊκό θεατρικό δρώμενο «ομιλία».